-
1 διαστημα
- ατος τό1) расстояние, промежуток(συμπληροῦσθαι τὰ διαστήματα Plat.; τὸ τῶν ἄστρων δ. πρὸς τέν γῆν Arst.; τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων δ. Plut.)
2) протяжение, длина(τῶν γραμμῶν Arst.)
3) объем(ἀγγεῖον ἔχει δ. μέγα Arst.)
4) мат. измерение(ὅ τόπος ἔχει διαστήματα τρία Arst.)
5) промежуток времени(τετραετές Polyb.)
δ. ἥ πληγέ οὐκ ἔχουσα Plut. — непрерывно следующие друг за другом удары6) длительность(πᾶν ἀνθρωπίνου βίου δ. Plut.)
7) муз. интервал(τῆς φωνῆς Plat.; τονιαῖον Arst.)
8) лог. связь между субъектом и предикатом, т.е. посылка(δ. κατηγορικόν Arst.)
-
2 γραμμη
дор. γραμμά ἥ1) черта, линия(ὑφήγησις τῶν γραμμῶν Plat.; ἥ γ. στιγμέ κινηθεῖσά, sc. ἐστιν Arst.; τῇ γραμμῇ τὸ τεῖχος ἀφορίζειν Plut.)
ἥ μακρὰ (sc. γ.) Arph. — длинная черта (которая проводилась на вотивной табличке судьей, голосовавшим за вынесение обвинительного приговора)2) очертания, контур(ἥ περιγράφουσα γ. Polyb.; sc. τῆς εἰκόνος Luc.)
4) перен. предел, цель(γ. καὴ τέλος βίου Eur.)
5) средняя линия (в игре в перетяжки - поздн. διελκυστίνδα - которая велась двумя рядами детей, обращенными друг к другу лицом и разделенными чертой; игра состояла в том, что каждый из участников старался перетянуть на свою сторону того из противников, который приближался к черте)6) (в игре на разграфленной доске, тж. ἱερὰ γ.) «священная» (магистральная) линия ( фигуры которой приберегались к концу партии)τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον погов. Theocr. — вводить в игру последние резервы, т.е. рисковать последним
-
3 υφηγησις
-
4 γραμμή
η 1.1) прям., перен. линия;ευθεία (καμπύλη) γραμμή — прямая (кривая) линия;
οροθετική γραμμή — демаркационная линия, граница;
γραμμή του ορίζοντος — линия горизонта;
αμυντική (σκοπευτική) γραμμή — линия обороны (прицела);
γραμμή του πυρός — линия огня;
λευκή γραμμή анат. — белая линия;
χαράσσω γραμμές — линовать;
2) черта, штрих;πλ. контур, очертание;τραβώ μιά γραμμή — провести черту;
3) строка;4) ряд, строй, шеренга;βάζω στη γραμμή — выстраивать в одну линию, ставить в ряд;
μπαίνω στη γραμμή — вставить в строй, строиться;
πυκνώνω τίς γραμμές — воен, а) сомкнуть ряды; — б) вступать в ряды;
5) линия, путь;γραμμή σιδηροδρομική (τροχιοδρομική) — железнодорожная (трамвайная) линия;
ατμοπλοϊκή — пароходное сообщение;αεροπορική γραμμή — авиалиния;
γραμμή διανομής ηλεκτρ;
κου ρεύματος линия электропередачи;εγκαθιστώ τηλεγραφική γραμμή — проводить телеграфную линию;
δεν μού έδωσαν γραμμή στο τηλέφωνο — меня не соединили по телефону;
6) перен. линия, направление; курс;γενική γραμμή τού κόμματος — генерёльная линия партии;
7) качество, достоинство, ценность;κρασί πρώτης γραμμης — вино высшего качества;
§ πλοία της γραμμής — с) линейные корабли; — б) рейсовые суда;
σώμα με ωραίες γραμμές — стройная фигура;
σε γενικές γραμμές — или εν γενικαίς γραμμαίς — сжато, в общих чертах;
αναγινώσκω μεταξύ των γραμμών — или διαβάζω ανάμεσα στίς γραμμές — читать между строк;
συσφίγγω ( — или συσπειρώνω) τίς γραμμές — сплачивать ряды;
2. επίρρ.1) прямо;πάω ( — или τραβάω) γραμμή στο σπίτι — идти прямо домой;
2) подряд; по порядку;τα παίρνω όλα ( — или τούς παίρνω όλους) γραμμ — брать всё подряд, без раэбора
-
5 συσπείρωση
[-ις (-εως)] η1) сплочение, объединение; группирование, группировка;συσπείρωση των γραμμών — сплочение рядов;
2) свивание спиралью, закручивание; свёртывание в клубок
См. также в других словарях:
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
φασματοσκοπία — Ο κλάδος της φυσικής που ασχολείται και μελετά τα φάσματα του φωτός ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Η φ. γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αι. από ερευνητές της οπτικής ως μεθόδου μελέτης των φωτεινών ακτινοβολιών, αλλά σύντομα αποδείχθηκε… … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek